Φανταστείτε έναν φοιτητή, ο οποίος πρέπει να προετοιμαστεί για τις τελικές εξετάσεις ενός μαθήματος. Ξέρει ότι πρέπει να αρχίσει να διαβάζει, αλλά για κάποιον λόγο δεν μπορεί. Κουράζεται γρήγορα, χάνει την συγκέντρωσή του και αποσπάται από άλλες δραστηριότητες όπως οι δουλειές του σπιτιού, το facebook ή η τηλεόραση.
Νιώθει την πίεση να ξεκινήσει το διάβασμα, αλλά απλά δεν μπορεί -έχει πέσει στην παγίδα της αναβλητικότητας. Σε όλους μπορεί να έχει συμβεί να αναβάλουν υποχρεώσεις ή δουλειές που έχουν να
κάνουν. Όμως, τι γίνεται με εκείνους που η αναβολή δραστηριοτήτων γίνεται ένα σταθερό μοτίβο συμπεριφοράς το οποίο παρεμβάλλει στην καθημερινή τους ζωή;
Αναζητώντας τις ρίζες της αναβλητικότητας η ιστορία πάει παράλληλα με την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού: 2,5 εκατομμύρια χρόνια πριν, όταν οι πρόγονοί μας για πρώτη φορά σχημάτισαν μικρές κάστες και κάποιος αποφάσισε να αναβάλει να κάνει κάτι που είχε αναλάβει. Όπως αναπτύσσονταν οι πολιτισμοί, οι απαιτήσεις των κοινωνιών αυξάνονταν, ξεκίνησαν οι προγραμματισμοί των δραστηριοτήτων, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες αναβολής τους. Ο αρχαίος Βαβυλώνιος ηγέτης
Χαμουραμπί, αναγνωρίζοντας τα μειονεκτήματα των μη αναγκαίων καθυστερήσεων, ποινικοποίησε την αναβλητικότητα σε έναν από τους 283 κανόνες του.
Στις δυτικές κοινωνίες η βιομηχανική επανάσταση έφερε νέες ισορροπίες ανάμεσα στην αποτελεσματική χρήση του χρόνου και την κοινωνική ζωή του ατόμου. Τώρα, στην ηλεκτρονική εποχή το μεγαλύτερο από όλα τα σύγχρονα εργαλεία, ο υπολογιστής, έχει εξελιχθεί σε δίκοπο μαχαίρι: χρησιμοποιείται από μερικούς για όφελος και από άλλους για να χασομερούν και να αναβάλλουν.
Υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις για την αναβλητικότητα καθώς κάνει την εμφάνισή της σε διάφορες καταστάσεις. Αρχικά, οι άνθρωποι αναβάλλουν να κάνουν πράγματα που δεν είναι ευχάριστα, όπως να πληρώνουν λογαριασμούς, να πηγαίνουν το αυτοκίνητο στο συνεργείο, ή να κάνουν ένα υποχρεωτικό τηλεφώνημα σε κάποιον -απλά επειδή δεν είναι κάτι που επιθυμούν πολύ.
Όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά της αναβλητικότητας: Οι άνθρωποι αναβάλλουν την ολοκλήρωση μιας εργασίας (ακαδημαϊκής, επαγγελματικής κτλ.), αναβάλλοντας έτσι και την αξιολόγηση της
απόδοσης τους. Με αυτόν τον τρόπο, εάν η αυτοεκτίμηση του ατόμου βασίζεται στην
ικανότητα του -όπως αυτή αξιολογείται από την απόδοση του σε διάφορες δραστηριότητες- η καθυστέρηση της απόδοσης, καθιστά αδύνατη την αξιολόγηση της ικανότητας του (τόσο από τον ίδιο τον εαυτό όσο και από άλλα άτομα), και έτσι η αυτοεκτίμηση δεν απειλείται.
Η αναβλητικότητα, λοιπόν, συνδέεται με διάφορους ψυχολογικούς μηχανισμούς: Μπορεί να προέρχεται από την τελειοθηρία και τον φόβο της αποτυχίας, ή μπορεί να είναι σύμπτωμα κατάθλιψης ή διαταραχής ελλειμματικής προσοχής, να σηματοδοτεί φτωχές δεξιότητες οργάνωσης, τάση για
αυτό-αμφισβήτηση, χαμηλή ανοχή στη ματαίωση, ή να είναι ένας τρόπος κατάκτησης
δευτερογενών οφελών όπως προσοχή κτλ.
Ο κύκλος της αναβλητικότητας περιλαμβάνει την επιθυμία αποφυγής μιας
δραστηριότητας, την απόφαση αναβολής της, την υπόσχεση (στον εαυτό συνήθως)
ανάληψης της δραστηριότητας αργότερα, την ενασχόληση με υποκατάστατες
δραστηριότητες που λειτουργούν ως αντιπερισπασμός και (ίσως) την έκφραση
δικαιολογιών για την αναβολή έτσι ώστε να μειωθεί το αίσθημα ευθύνης, ή την (ίσως
επίσης) αυτό-επικριτικότητα.
Και πώς μπορεί κάποιος να ξεπεράσει την αναβλητικότητα;
Σίγουρα, το βασικότερο κλειδί είναι να βρει τους δικούς του λόγους που εμφανίζεται το μοτίβο της αναβλητικότητας. Από εκεί και έπειτα, η διαχείριση της αναβλητικότητας στοχεύει στην αύξηση του κινήτρου και της αυτό- αποτελεσματικότητας, σπάζοντας την κάθε δραστηριότητα σε μικρά κομμάτια.
Άλλωστε, η επίτευξη ενός στόχου (η ολοκλήρωση μιας δραστηριότητας) απαρτίζεται από δύο τμήματα: την διαδικασία και το αποτέλεσμα. Για τον φοιτητή του παραδείγματος ίσως θα ήταν πιο ωφέλιμο να επικεντρωθεί στους τρόπους επίτευξης του στόχου (π.χ σημειώσεις μαθήματος, ανταλλαγή απόψεων με συμφοιτητές), παρά να επικεντρωθεί στο αποτέλεσμα (π.χ να σκέφτεται πόσο σημαντικές είναι οι συνέπειες του να περάσει με επιτυχία την τελική εξέταση του μαθήματος) για να ξεκινήσει και να διατηρήσει τις σχετικές με τον στόχο πράξεις.